- ἀντλητήριος
- ἀντλ-ητήριος, α, ον,A of or for drawing up: τὸ ἀ. (sc. ἀγγεῖον) bucket, D.C.50.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀντλητήριον — ἀντλητήριος of masc acc sg ἀντλητήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητηρίοις — ἀντλητήριος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητήρια — ἀντλητήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)